αφεντόπαιδο

αφεντόπαιδο
τό
1) хозяйский ребёнок, ребёнок богатых или знатных родителей, барчонок; 2) молодец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αφεντόπαιδο" в других словарях:

  • αφεντόπαιδο — το 1. παιδί αφέντη, άρχοντα 2. νέος ευγενικής καταγωγής 3. νέος με ευγενικούς τρόπους, λεβεντόπαιδο …   Dictionary of Greek

  • αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»